Ήδη από τα μέσα της κυβερνητικής θητείας της ελληνικής κυβέρνησης διεξάγονται πολύ συχνά δημοσκοπήσεις άλλοτε με το γνωστό ερώτημα για πρόθεση ψήφου ή με πιο ευφάνταστες απορίες όπως ποιον θεωρείτε καταλληλότερο πρωθυπουργό. Η συχνή διεξαγωγή δημοσκοπήσεων επηρεάζει την πολιτική αντίληψη στην Ελλάδα με την καλλιέργεια πολιτικού κλίματος ενώ παράλληλα κατευθύνει και τις μεσοπρόθεσμες επιλογές μιας κυβέρνησης. Δεν είναι τυχαία η φράση της Μ. Θάτσερ: Αν δίνεις προσοχή στην κοινή γνώμη και στις δημοσκοπήσεις, τότε δεν κυβερνάς, αλλά υπακούς. Στο προβληματικό αυτό πλαίσιο διεξάγεται από πολύ παλιά μεγάλη νομική συζήτηση κυρίως γύρω από το ερώτημα αν η διεξαγωγή δημοσκοπήσεων κατά την προεκλογική περίοδο είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα.
Πιο συγκεκριμένα, η διεξαγωγή δημοσκόπησης και η δημοσίευση έπειτα των αποτελεσμάτων της έχει άμεση σχέση με το δικαίωμα στην πληροφόρηση. Συνιστά αναφαίρετο δικαίωμα του ατόμου να έχει πρόσβαση στη γνώση – κάθε γνώση άρα και το αποτέλεσμα μιας δημοσκόπησης – και με βάση αυτή να σχηματίζει κριτικά μια άποψη. Έτσι, το δικαίωμα στην πληροφόρηση λειτουργεί επικουρικά στην ελεύθερη ανάπτυξη του πνεύματος και της προσωπικότητας του ατόμου ώστε να μπορεί να συμμετέχει στην κοινωνικοπολιτική ζωή. Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα στο άρθρο 5Α παρ. 1 αλλά και στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) και το άρθρο 11 του ΧΘΔΕΕ (Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ). Χαρακτηριστικό είναι ότι τόσο η ΕΣΔΑ ( άρθρο 10 παρ.1 ) όσο και ο ΧΘΔΕΕ (άρθρο 11 παρ.1 ) προστατεύουν ρητώς την ελεύθερη μετάδοση πληροφοριών πράγμα που σημαίνει ότι η διεξαγωγή δημοσκόπησης ως δημοσιογραφική πράξη είναι κατοχυρωμένη από το ενωσιακό δίκαιο και προφανώς το ελληνικό Σύνταγμα, αφού είναι κυρωμένες με νόμο τόσο η ΕΣΔΑ όσο και ο ΧΘΔΕΕ. Υπάρχει και η ερμηνευτική επέκταση του δικαιώματος πληροφόρησης ( 5Α Σ) το οποίο εκ των πραγμάτων συνδέεται με την ελευθερία του τύπου στο άρθρο 14 Σ. Επομένως μπορεί να περιοριστεί η ελευθερία διεξαγωγής δημοσκοπήσεων γενικά ή ειδικά και άρα το δικαίωμα πληροφόρησης;
Το Σύνταγμα ( άρθρο 5Α παρ.1 εδ. 2 ) δέχεται περιορισμούς του δικαιώματος υπό την προϋπόθεση ότι είναι “απολύτως αναγκαίοι” και για ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες δύσκολα θα συμπεριλαμβανόταν η διεξαγωγή δημοσκόπησης, ενώ στις περιπτώσεις για περιορισμό που αναφέρει η ΕΣΔΑ ( άρθρο 10 παρ.2 ) δεν υπάρχει συνάφεια με την ελεύθερη διεξαγωγή δημοσκόπησης. Ως εκ τούτου περιορισμός δεν υφίσταται. Αν υφίσταντο πολύ πιθανόν να προσέκρουε στα “φίλτρα” των περιορισμών των δικαιωμάτων – αρχή αναλογικότητας, πυρήνας δικαιώματος, δημόσιο συμφέρον – γιατί είναι δυσχερές να πετύχεις ουσιαστικό περιορισμό των δημοσκοπήσεων αν δεν βάλεις τουλάχιστον μια απαγόρευση μετάδοσης πράγμα που θίγει τον πυρήνα των δικαιωμάτων που αναφέραμε παραπάνω.
Ωστόσο, μια άλλη άποψη είναι ότι δημοσκοπήσεις πριν τις εκλογές μπορούν να αλλοιώσουν το αποτέλεσμα, αφού η επανάληψη από τα ΜΜΕ ιδιωτικών συμφερόντων – πολλές φορές και κομματικών – του προβαδίσματος κομμάτων έναντι άλλων διαμορφώνει ένα status προτιμήσεων στο εκλογικό σώμα που προαποφασίζει κατά μια έννοια την τελική επιλογή του. Συνταγματικά η άποψη αυτή θέλει να ερείδεται στο άρθρο 52 Σ περί ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, υπό την έννοια ότι νοθεύεται η λαϊκή βούληση στις εκλογές σιγά σιγά από τον καταιγισμό δημοσκοπήσεων. Ειδικότερα, η κανονιστική ισχύς του 52 εκτείνεται στην προεκλογική περίοδο και επομένως η απαγόρευση των δημοσκοπήσεων σε περιορισμένα χρονικά όρια πριν τις εκλογές ίσως είναι επιτρεπτή για τη διασφάλιση της γνησιότητας της λαϊκής βούλησης. Ακόμα όμως και σε αυτή τη περίπτωση η όποια επιρροή από τις δημοσκοπήσεις θα υπήρχε, γιατί αφενός είναι αδύνατο να ελέγξει ο νομοθέτης τις δημοσκοπήσεις του αχανούς διαδικτύου και αφετέρου οι εκλογείς θα έμεναν με την πρόσφατη μνήμη των δημοσκοπήσεων που προβλήθηκαν εντονότερα λίγο πριν την έναρξη της προεκλογικής περιόδου.
Συμπερασματικά, γίνεται φανερό ότι μόνη επιτρεπτή απαγόρευση διεξαγωγής δημοσκοπήσεων είναι μόνο κατά την ημέρα των εκλογών. Έτσι, τηρείται η αναλογικότητα ( “φίλτρα” περιορισμών) στον περιορισμό του δικαιώματος της πληροφόρησης και της ελευθερίας του τύπου που δεν θίγει ούτε τον πυρήνα του δικαιώματος αλλά ούτε και τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του Συντάγματος που προστατεύει την λαϊκή κυριαρχία σε όλες τις εκφάνσεις της.