Αρχικά να πούμε ότι η ελευθερία του λόγου είναι κάτι που έρχεται συχνά σε συγκρουσιακή κατάσταση στην καθημερινή μας ζωή και όχι μόνο στα δικαστήρια ή την Βουλή ή τα πάνελ. Μας ενδιαφέρει λοιπόν να γνωρίζουμε τα όρια αυτής και να προσαρμόζουμε τον προφορικό μας λόγο έτσι ώστε να τηρούμε βασικές αρχές που θα αποκαλυφθούν παρακάτω.
Η ελευθερία μου να λέω ό,τι θέλω (όχι δια του Τύπου ή των μέσων γιατί εκεί υπάρχουν άλλες νομικές κατευθύνσεις), να εκφράζω ελεύθερα τους στοχασμούς μου προστατεύεται τόσο από το αρ. 5 παρ. 1 Σύνταγμα ως ειδική έκφανση της ανάπτυξης της ατομικής προσωπικότητας όσο κυρίως από το αρ. 14 παρ 1 Σύνταγμα. Τόσο η μια διάταξη όσο και η άλλη θεμελιώνουν την θετική ελευθερία της έκφρασης: μπορώ καταρχήν να λέω ό,τι θέλω με όριο όμως τους νόμους του Κράτους και το Σύνταγμα. Με απλά λόγια ναι μεν μπορούμε σε μια παρέα ή σε ένα συνέδριο να λέμε ότι θέλουμε αρκεί όμως να μην προσβάλλουμε, να μην συκοφαντούμε, να μην θίγουμε υπολήψεις επαγγελματικές – κοινωνικές. Αυτά τα στοιχεία μπορούν να θεμελιώσουν αγωγές αστικές και να κινήσουν ποινική δίωξη για προσβολή της προσωπικότητας και της αξιοπιστίας του ατόμου αφενός και για εξύβριση και δυσφήμηση σκοπούμενη αφετέρου. Το δίκαιο δεν μένει εκτός της κοινωνικής πραγματικότητας, ρυθμίζει ένα φαινόμενο και το φαινόμενο είναι ότι μας ενοχλεί όταν κάποιος μας καθυβρίζει ή λέει ψέματα για μας.
Καθετί που εκφεύγει από αυτό μπορεί να λέγεται. Άρα μια κατά τα ειωθότα ακραία άποψη αν στηρίζεται σε ένα λόγο ευγενή, τεκμηριωμένο με επιχειρήματα δεν αφορά το δίκαιο. Ούτε και ένα πείραγμα ή ένα σχόλιο στο πλαίσιο αστεϊσμού ή κοινωνικής συνήθειας στη συγκεκριμένη περίπτωση – βέβαια κάθε άνθρωπος μπορεί να το λάβει διαφορετικά οπότε θα κρίνουμε κάθε συμβάν ξεχωριστά και ειδικά.
Πιο σοβαρό θεωρείται ο λόγος εκείνος που είναι τόσο σκληρός και έντονος που μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνική ένταση ή σε σοβαρές ποινικές πράξεις βλ. ρατσιστική ρητορική μίσους. Εκεί βάσει του σχετικού αντιρατσιστικού νόμου μπορεί να επιβληθούν ποινές όταν ο λόγος αυτός συνοδεύεται από ενέργειες και από προτροπή να πραγματωθούν εγκληματικές πράξεις. Η απλή έκφραση ρατσιστικής ιδέας χωρίς να προτρέπει σε ενέργεια δεν αφορά το δίκαιο. Τα δικαστήρια, οι νομικοί και η πράξη καλούνται βέβαια να προσδιορίσουν το ακριβές νόημα δυσθεώρητων εννοιών όπως διέγερση, προτροπή, ρητορική μίσους. Η νομολογία θα δώσει και δίνει σχετικές απαντήσεις.
Αν κάτι μπορούμε να κρατήσουμε από αυτή τη σύντομη νομική επιχειρηματολογία είναι ότι η ελευθερία του λόγου μας συγκρατείται από την ευγένεια, τον αλληλοσεβασμό και την ήρεμη συζήτηση με προσοχή στο τι λέμε. Αυτός είναι άλλωστε ο παιδαγωγικός χαρακτήρας των νόμων μας.